- υπόφοβος
- -ον, Μ1. λίγο φοβισμένος2. συνεκδ. άτολμος, δειλός3. αυτός που προξενεί φόβο, φοβερός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + -φοβος (< φέβομαι «φοβάμαι»), πρβλ. ἐπί-φοβος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπόφοβος — somewhat frightened masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόφοβον — ὑπόφοβος somewhat frightened masc/fem acc sg ὑπόφοβος somewhat frightened neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπ(ο)- — και υφ / ὑπ(ο) και ὑφ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση υπό* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: 1) κάτω από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. ύπαιθρος, υποβρύχιος, υπογράφω,… … Dictionary of Greek